ἁμαρτωλῶν

ἁμαρτωλῶν
ἁμαρτωλή
fem gen pl
ἁμαρτωλός
erroneous
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Προσευχή αμαρτωλών — Θρησκευτικό ποίημα, ένα από τα παλαιότερα μνημεία της βυζαντινής λογοτεχνίας, έργο πιθανότατα του 12ου αι. Αποτελείται από 16 ανομοιοκατάληκτους πολιτικούς στίχους …   Dictionary of Greek

  • κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • Minuscule 544 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 544 The first page of Matthew; th …   Wikipedia

  • Minuscule 609 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 609 Text Gospel of Luke † Date 1043 Script Greek–Arabic …   Wikipedia

  • Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… …   Dictionary of Greek

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • αγιολόγιο — Βιβλίο που περιέχει τον βίο, τη δράση, τους άθλους και τα μαρτύρια των αγίων της χριστιανικής πίστης. Τα πρώτα α. συντάχθηκαν από Πατέρες της Εκκλησίας (Ιωάννη Δαμασκηνό, Μεγάλο Αθανάσιο, Συμεών Μεταφραστή κ.ά.). Στους κατοπινούς χρόνους βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • γέεννα — η (AM γέεννα) ο τόπος τής μελλοντικής τιμωρίας τών αμαρτωλών, η κόλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < (εβρ.) ge hinnom) …   Dictionary of Greek

  • εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”